Η πρωτόμπαρκη..... μια γνώριμη ιστορία

Πρωτόμπαρκη

Η ιστορία μου είναι μια θαλασσινή ιστορία από αυτές που έχουν να πουν όλοι οι πρωτόμπαρκοι.

Για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε την πρώτη στιγμή , που φεύγουμε από το σπίτι μας και βρίσκομαστε σε ξένο τόπο.
Αυτός ο τόπος μπορεί να είναι κάπου στην Ευρώπη στην Αμέρική ή στην Ασία , μπορεί να είναι και η ίδια η πατρίδα μας.
Πρέπει να ήταν αρχές Αυγούστου πριν από 20 ολόκληρα χρόνια, μετά από πολύ περπάτημα στο λιμάνι του Πειραιά, χτύπωντας πόρτες και παράθυρα , παρακαλώντας όποιον γνωστό τύχαινε να έχει μια ιδέα από θάλασσα, κατάφερα να μπαρκάρω σε πλοίο της ακτοπλοοϊας.

Στο γραφείο, μου είπαν ότι θα πάω, επίκουρος.

"Επίκουρος" σκέφτηκα, τι να σημαίνει άραγε αυτό; , καλύτερα, να μην ρωτήσω όμως , μην τυχών και με κοροϊδέψουν.
Τότε στον κύκλο μας ήταν προσβολή μεγάλη να πεις ότι δεν γνώριζες την σημασία μιας ναυτικής λέξης. Από την σχολή ακόμα , όπως λές κι εσύ Δανάη , υπήρχε κάτι σαν μυστικός όρκος να μην κλαψουμε, αλλά και να μην δίξουμε ότι κάτι δεν το γνωρίζουμε και έρθουν οι άντρες και πατήσουν πάνω σε αυτό για να μας προσβάλλουν.

Σαν γύρισα στο σπίτι και ενημέρωσα ότι το απόγευμα μπαρκάρω επίκουρος , αυτοί , οι στεριανοί που δεν είχαν ενδιασμούς στο να δείξουν ότι κάτι τους είναι εντελώς καινούριο, με ρώτησαν "Τι σημαίνει επίκουρος"?
-Μάλλον θα βοηθάω τον ανθυποπλοίαρχο με τους χάρτες, απάντησα.
Μυαλό που το είχα κι εγώ !!!!!

Το λέω και σε μιά κοπελιά , από τη σχολή μας που είχε καταφέρει να ναυτολογηθεί στην θέση του δοκίμου λογιστή, στο ίδιο πλοίο. Βρέ Ελενίτσα, εσύ που είσαι ήδη εκεί μέσα για πες μου τί είναι ο επίκουρος?

Κι εκείνη όμως δεν εγνώριζε. Επτασφράγιστο μυστικό η ειδικότητα.
Αργότερα βέβαια έμαθα ότι και σε άλλους συναδέλφους που πρωτομπαρκάρισαν στην ακτοπλοϊα η πρώτη φορά ήταν ανάλογη.
Ανοίγω και την εφημερίδα και βλέπω το δρομολόγιο.

Έγραφε 22:00 δια Πάρο Ναξο.

Ε! εντάξει δεν είναι πολύ, σκέφτηκα έγω ,το πολύ αύριο το απόγευμα θα είμαι πίσω, να πάρω τα απαραίτητα.

Πήρα κι εγώ το πορτοφολάκι μου ,με ένα κατοστάρικο και το φυλλάδιό μου, έβαλα ένα θαλασσί παντελόνι και ένα άσπρο πουκάμισο , σκέφτηκα ,το θαλασσί είναι σχεδόν άσπρο δεν θα τους ενοχλήσει που δεν φορώ στολή δοκίμου!!!. Εδώ ,σήμερα γελάω πικρά.
Μακριά νυχτωμένη που ήμουν.

Με είχαν ενημερώσει ότι θα έπρεπε να είμαι από τις 18:00 στο βαπόρι. Πήγα λοιπόν και βρήκα το λοστρόμο , ο άνθρωπος με καλοδέχτηκε και μου είπε : "τώρα κάτσε λίγο εδώ μέχρι να φύγουμε και μετά θα ρωτήσω τον ύπαρχο αν θα δουλεύεις με εμένα ή τον υπολοστρόμο".


Δεν πέρασε λίγη ώρα και έρχονται με πέρνουν και με βάζουν δίπλα σε μιά σκάλα να λέω στους ξένους "Δις γουέι πλίιζ".
Πέρασαν οι ώρες άδειες , με έμενα να επαναλαμβάνω αυτή την ξερή φράση και να αναρωτίεμαι ,"καλά αυτά θα κάνω΄"? Ακόμα όμως δεν είχα δει τίποτα.

Με το που πήγε δέκα η ώρα άκουσα την ανακοίνωση της αναχώρησης και φούσκωσα από περιφάνεια για το πρώτο μου μπαρκο.
Γκουπ ακούστηκε ο καταπέλτης που έκλεινε, και ένιωθα τις προπέλες να γυρίζουν. Για αρκετές ώρες αργότερα θα δούλευε μόνο η ακοή μου. Τον καταπέλτη τον άκουσα , δεν τον είδα , τις ανακοινώσεις , επίσεις, την προπέλα την ένιωθα, μα δεν είδα τον αφρό που κάνει καθως γυρνάει και δίνει ώθηση στο πλοίο. Εγώ είχα πιά μπεί σε έναν άλλο κόσμο, στο βαπόρι μεν , όχι όμως εκεί που λαχταρούσα.

Άντε ,καλό ταξείδι και καλή αρχή είπα μέσα μου.
Άντε, να πάω στην γέφυρα να δω κι εγώ κάτι.
Πού να τό ήξερα ότι την γέφυρα δεν θα την έβλεπα ,παρά μόνο μετά από δυό μέρες , μεταξύ έξι με εξίμιση το απόγευμα, όταν θα είχα ένα μικρό κενό από την λάντζα.

Γιατί τελικά ο επίκουρος που εγώ είχα τοπόθετήσει δίπλα στον ανθυποπλοίαρχο δεν είχε καμιά σχέση με την πραγματικότητα, την γέφυρα δεν την είδε ούτε σε ζωγραφιά.
Ήταν το παιδί για όλες τις δουλειές, που πήγαινε κόσμο στις καμπίνες ,που μάζευε τα σκουπίδια, τα σεντόνια, καθάριζε τουαλέτες , σφούγγάριζε, έπλενε πιάτα ,σκούπιζε μαχαιριπίρουνα, γύριζε στους διαδρόμους του καραβιού με μια μαύρη σακούλα αδείαζοντας τασάκια και καλαθάκια.
Αχ! σκέφτηκα αυτό είναι ο επίκουρος ή το βλέπω σε όνειρο?

Στην σχολή αλλιώς μας τα είπανε . Μας δίνανε εξάντες και κατεβάζαμε τις φωτιές από τα φουγάρα στον Ασπρόπυργο, λύναμε ευθείες , σφαιρικά τρίγωνα και αποστάσεις ασφαλείας, κι εγώ είμαι εδώ , χωρίς να έχω δεί ούτε την κουβέρτα.
Τι εφιάλτης κι αυτός!!!
-επίκουρε ,σακούλα και στην πρύμη, Πρύμη:;; τουλάχιστο θα δώ τον νυχτερινό ουρανό!!!
Αμ! δε! Άλλη μοίρα είχε πλέξει για μένα το μέλλον μου. Μέσα σε εκατοντάδες τουριστών ξαπλωμένων στο κατάστρωμα , εγώ έπρεπε να περνώ από πάνω τους για να φτάσω στο"γραφείο".

Να με τιμωρίσουν θέλουν τούτοι δω; Τι βρώμα , τι σκουπίδι, σίχάθηκα τον εαυτό μου δεν ήθελα να μπω, κι αυτοί να με πιέζουν , άντε μπες αυτή είναι η δουλειά σου,
Συγνώμη !!!!!!! Εγώ είμαι Δόκιμος Πλοίαρχος!!!!


Δε, μπα να ΄σαι , τα παράπονά σου στον καπετάνιο
, εγώ καμαρωτάκι ζήτησα και μου στείλανε εσένα. Ε! ρε τι πάθαμε με αυτά τα ψώνια από τις σχολές , αφού τους είπα , δεν ξαναθέλω δόκιμους εδώ , έλεγε και ξαναέλεγε ο αρχικαμαρώτος.
Που είχε και το δίκιο του ο άνθρωπος. Αυτός καμαρωτάκι ζήτησε κι αυτοί του στείλανε !!Επίκουρο!!! που νόμιζε ότι ήταν καπετάνιος.


Μου ρχότανε να κλάψω, Α! ρε μάνα τό'πες κι έγινε! άμα δεν διαβάζεις μου΄λεγε θα σε στείλω μούτσο στα βαπόρια.
Μούτσος , καμαρωτάκι επίκουρος...μόνο βοηθός ανθυποπλοιάρχου δεν ήμουνα.


Μέσα σε αυτή την μεταφυσική συνομιλία με την μάνα μου , νιώθω ένα χέρι να με ακουμπάει στην πλάτη , Καλήσπέρα κι εγώ από την σχολή είμαι.
Γυρνάω και βέπω τον Δημήτρη Γ. Τί να πω εκείνη την στιγμή μου φάνηκε ότι είδα το πιό αγαπημένο μου άτομο.
Δεν γνωριζόμασταν , εκείνος ήταν τριτοετής κι εγώ στο πρώτο έτος , τον έβλεπα στα διαλλείματα μαζί με όλους τους άλλους και λέγαμε ένα γειά.

Μου λέει : - Ξέρω πως αισθάνεσαι! -
πού΄σαι Πέππα!!! Γελασα γιατί το είχα πεί ενθυμούμενη τον καθηγητή των μαθηματικών με τα σφαιρικά του τρίγωνα.
Να'σαι καλά ρε Μητσάρα, όπου κι αν είσαι, εκείνη την βραδιά ήσουνα σαν να έβλεπα τον αδερφό μου .
Το παλικάρι, μου εξήγησε ότι , εδώ στην ακτοπλοία δεν έχει δοκιμιλίκια και τέτοιες τιμές, εδώ σκούπα και μάπα

Α! ρε Χάρι Πόττερ πόσο άργησες να κάνεις μάθημα σκουπόξυλο!! ! να έβλεπες πως θα έδινα μιά και θα πέταγα ψηλά.


Πέταξα όμως ψηλά το επόμενο βράδυ , όταν δειλά - δειλά μπήκα στο ιερό, καλεσμένη από τον ύπαρχο που βγήκε στην βαρδιόλα και μου λέει
-Δόκιμε , τι κάνεις εκεί; έλα μέσα , δεν θες να μάθεις; Μου είπε ο Δημήτρης ότι είσαι της σχολής , αλήθεια είναι;

- Ναι , καπετάνιο αλήθεια , αλλά να ξέρεις, πω να μπω , τα ρούχα μου είναι κατάμαυρα από τις δουλειές, δεν έχω φέρει καθαρά ξέρετε.

Έλα να σου πω , ξέρω ότι δεν είναι αυτό που ονειρεύτηκες για πρώτο ταξείδι, αλλά κάνε άμα θες λίγη υπομονή και θα φτιάξουν τα πράγματα, όποτε θες ανέβα πάνω και ρώτα.

- Τι θέλει έδω ο επίκουρος βροντοφώναξε ο καπετάνιος ,
- Είναι δόκιμος κύριε,-
(Άντε πάλι)...άκου να δεις , καμαρωτάκια στην γέφυρα δεν θέλω και το φυλλάδιό σου λέει καμαρωτάκι.
Τέτοια κλώτσια δεν είχα ξαναφάει ποτέ!

-Επίκουρε, άντε να ξεκουραστείς γιατί σε μια ώρα φτάνουμε Πάρο και έχει δουλειά.

-Τι είναι κι αυτό πάλι.
Ούτε για την ανάγκη μου δεν είχα πάει τόσες ώρες! Στην καμπίνα που ήταν και κάτω από την ίσαλο γραμμή υπήρχαν τέσσερις κουκέτες και δυό ντουλαπάκια, στο πάτωμα μια ανθρωποθυρίδα, η οποία οδηγούσε στο τάνγκι του φρέσκου νερού , όπως μου εξήγησε η καμαρωτίνα που μοιραζόμαστε την καμπίνα.

-Δηλαδή θα κοιμάμαι πάνω από τα τάνγκια. Α!ρε Πέππα και νάξερες!

Που είναι η τουαλέτα?

Μην σας πω ότι έπρεπε να μοιράζομαι την ίδια τουαλέτα με τους υπόλοιπους άντρες του πληρώματος, γιατί η δεσποινίδα , αυτή δεν ήθελε να μοιραστούμε την ίδια .

Ευτυχώς σε αυτό το σημείο οι άντρες ξηγήθηκαν σπαθί, εξήγησαν στην κοπέλα ότι θα πρέπει να μοιραζόμαστε τον ίδιο χώρο, ως γυναίκες κι ας ήταν εκείνη η παλιότερη.

Κακά τα ψέματα στα βαπόρια υπάρχει αυτή η στρατοκρατία . " Ο παλιός και η ψαρούκλα ".

Για να μην τα πολυλογώ και κουράζω το άλλο πρωί έζησα την πιό όμορφη και πιο άσχημη εμπειρία της ζωής μου.


Πρωί πρωί με την δροσούλα που λέει και ο Τσιτσάνης εγώ επ΄ώμου πλήρη εξάρτηση, σκούπες και μάπες να καθαρίζω , όταν ακούω από τα μεγάφωνα ότι πιάνουμε Σαντορίνη!!

Δεν είχα δεί ποτέ μου την Σαντορίνη και κανένα άλλο νησί και ήθελα να την δώ , παρατάω την δουλειά και πάω να δώ .

Μου εξήγησαν οι υπόλοιποι ότι δεν αφήνουμε έτσι την δουλειά και άλλα πολλά με έκαναν να νιώσω ένοχη, που ήθελα να δω.

Λες και ο ναυτικός ήταν καταδικασμένος να βλέπει μπουλμέδες και μάπες.

Τέλος πάντων μου λένε από δω βγαίνεις . Η πρώτη φορά που έβγαινα στο κατάστρωμα. Σηκώνω τα μάτια μου και βλέπω ένα τεράστιο μαυριδερό βουνό γιομάτο μαύρα πετραδακια...Με πιασε ένα δέος και ρωτώ Τι είναι αυτό ? και μου λένε το ηφαίστιο!
Ω Θεέ μου τι όμορφιά δεν έχω ξανα δει τέτοιο πράμα , σκεφτόμουνα και με μιας το κατάστρωμα γέμισε τουρίστες με τα σορτσάκια τους , τα σανδαλάκια τους και τις φωτογραφικές τους μηχανές και να να ποζάρουν ανεβασμένοι στην κουπαστή με φόντο το ηφαίστιο, κι εγώ έλεγα Χαλάλι το χθεσινό χουνέρι για τέτοια ομορφιά!

Μόνο που σύντομα με φώναξαν να πάω μέσα να συνεχίσω την δουλειά μου.
Αυτά προς το παρόν
Υ/Γ θα πρέπει με την ευκαιρία να θυμηθώ τον Καπταν Νίκο τον ανθυπλοίαρχο , από λοστρομος ξεκίνησε και δεν είχε φτάσει πάνω από του τρίτου , αλλά ήταν ανθρώπος καλός και ναυτικός ακόμα πιο καλός .
Και Βέβαια τον λοστρόμο τον Κυρ Χρήστο, αλλά αυτός ήταν σε άλλο βαπόρι , άλλη φορά , τον Πανορμήτη, το ναύτη , τον πρωτο άνθρωπο που δέχτηκε να δουλέψει μαζί μου στη κουβέρτα, κι έτσι μετά από πολλά καλοκαιρινά μπάρκα , πολύ περπάτημα και πολύσφίξιμο στα δόντια, δούλεψα έστω και ναυτόπαις ,....μούτσος δηλαδή, στην κουβέρτα, και τον Γρηγόρη τη βάρδια μου , όταν πια άρχισα να κάνω βάρδιες , τελειόφοιτη της σχολής .

Δημοσιεύτηκε από